- γραολογία
- η (AM γραολογία)γεροντική φλυαρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + -λογία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραολογίας — γραολογίᾱς , γραολογία old wife s talk fem acc pl γραολογίᾱς , γραολογία old wife s talk fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραολογίαν — γραολογίᾱν , γραολογία old wife s talk fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
γραολόγημα — το η γραολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + λόγημα < λογώ. Η λ. γραολογήματα πληθ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek